(Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
οσιριακός — ὀσιριακός, ή, όν (Α, Μ ανωμ. θηλ. ὀσιριάς, άδος) [Όσιρις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όσιρι … Dictionary of Greek
οσιριάς — ὀσιριάς, ἡ (Μ) βλ. οσιριακός … Dictionary of Greek